τσιγαρόχαρτο

τσιγαρόχαρτο
το
1. πολύ λεπτό χαρτί κομμένο σε μικρά ορθογώνια φύλλα, στα οποία τυλίγεται, «στρίβεται» ο καπνός των τσιγαρέτων.
2. πολύ λεπτό χαρτί για τετράδια ή βιβλία ταυτόχρονης αντιγραφής (πατιτούρας) ή για περιτύλιξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσιγαρόχαρτο — και λόγιος τ. σιγαρόχαρτο(ν), το, Ν πολύ λεπτό χαρτί στο οποίο τυλίγεται ο καπνός τών τσιγάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο / σιγάρο(ν) + χαρτί. Ο τ. σιγαρόχαρτον μαρτυρείται από το 1884 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του …   Dictionary of Greek

  • σιγαρόχαρτο — το, Ν βλ. τσιγαρόχαρτο …   Dictionary of Greek

  • τράπουλα — Η καταγωγή της τ. είναι αβέβαιη, γιατί οι παραδόσεις κατά τις οποίες τα τραπουλόχαρτα εφευρέθηκαν στην Ινδία ή στην Κίνα δεν στηρίζονται σε βέβαιες μαρτυρίες. Οπωσδήποτε όμως είναι βέβαιο πως η τ. δεν είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση. Λέγεται ότι στην… …   Dictionary of Greek

  • πούρο — το (λ. ιταλ.), τσιγάρο καμωμένο με τυλιγμένα φύλλα εκλεκτής ποιότητας καπνού, χωρίς τσιγαρόχαρτο: Πούρα Αβάνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιγαρέτο — το (λ. ιταλ.), μικρός κύλινδρος από τσιγαρόχαρτο γεμάτος ψιλοκομμένο καπνό, το τσιγάρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”